χείρων

χείρων
Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο Αχιλλέας, είχαν ζήσει τα νεανικά τους χρόνια στη σχολή του X., σε μια σπηλιά του Πηλίου. Ως δάσκαλος ηρώων, ο X. χρειάστηκε vα αντιμετωπίσει πολλά άγρια τέρατα των δασών (όπως ακριβώς ήταν και οι Κένταυροι της ελληνικής μυθολογίας) που κατά τη θρησκευτική δοξασία πολλών πρωτόγονων λαών μετέβαλλαν τους νέους σε ώριμους άνδρες κατά τη λεγόμενη μύηση. Τα όντα αυτά παρουσιάζονται συνήθως με αρνητικά χαρακτηριστικά, επικίνδυνοι κάτοικοι του εξωανθρώπινου κόσμου της υπαίθρου (στα δάση, στην έρημο κλπ.) και με θετικά χαρακτηριστικά στις μυητικές τους ικανότητες: η αρχική διπλή υπόστασή τους διασπάστηκε στην ελληνική μυθολογία, η οποία κράτησε μόνο τα αρνητικά χαρακτηριστικά για τους Κενταύρους και διατήρησε όλα τα θετικά στη μορφή του Χείρωνα. Ο Κένταυρος Χείρων (Νεάπολη, Εθνικό Μουσείο).
* * *
χείρον / χείρων, χεῑρον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.)
1. φρ. «επί τα χείρω» ή «επί το χείρον» — προς το χειρότερο, με μεταβολή προς επιδείνωση (α. «η οικονομία βαίνει συνεχώς επί τα χείρω» β. «ἀπὸ τῶν βελτιόνων ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι», Ξεν.)
2. παροιμ. «δυοίν κακοίν προκειμένοιν το μη χείρον βέλτιστον» — θεωρεί κανείς κατ' ανάγκην ως καλό κάτι, συγκρίνοντάς το με κάτι άλλο, σαφώς χειρότερο
μσν.-αρχ.
χειρότερος, κατώτερος σε αξία, ποιότητα, ικανότητα («σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. σοβαρότερος, βαρύτερος («νόσον χείρονα», Ευρ.)
2. κακός, φαύλος («ὅπού δ' ὁ χείρων τἀγαθοῡ μεῑζον σθένει», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χεῑρον
η χειρότερη συμβουλή, η χειρότερη πρόταση
4. (το άναρθρο ουδ. ως επίρρ.) χεῑρον
α) χειρότερα («ἀδικήσομεν αὐτοὺς καὶ ποιήσομεν χεῑρον ζῆν», Πλάτ.)
β) λιγότερο, σε κατώτερο βαθμό.
επίρρ...
χειρόνως Α
χειρότερα, κατώτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά τη συνηθέστερη άποψη, ο τ. χείρων (< *χερjων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gher- «μικρός, κοντός» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. hrasva- «μικρός, κοντός» και συγκριτ. hrasīyas-, αρχ. ιρλδ. gair «κοντός». Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο τ. χείρων είναι ο συγκριτ. βαθμός ενός σιγμόληκτου επιθ. *χερύς (< θ. *χερεσ-F-), ενώ ο τ. υπερθ. χείριστος (< *χέριστος) έχει σχηματιστεί κατά το μέγιστος ως προς το επίθημα και κατά το χείρων ως προς τον φωνηεντισμό τού θ. Κατ' άλλους, ωστόσο, ο τ. χείριστος έχει προέλθει από έναν τ. *χάριστος, υπερθ. ενός αμάρτυρου επιθ. *χαρύς (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας), με φωνηεντισμό -ει-, για να διαφοροποιηθεί από τη λ. χάρις. Το θ. *χερεσ-F-, πάντως, τού υποθετικού τ. *χερύς επιβεβαιώνεται και από τη σειρά τών τ. ουδ. χέρειον: πληθ. χέρεια: θηλ. *χέρειες /χέρηες, που έχουν σχηματιστεί κατά το σχήμα πλέον: πλέα: πλέες. Τέλος, οι υπόλοιποι σχηματισμοί που συνδέονται με τα χείρων, χείριστος είναι μάλλον αναλογικοί: το χερείων κατά το ἀρείων, τα χειρότερος, χερειότερος κατά το ἀσσοτέρω, συγκριτ. τού ἆσσον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χείρων — Cheiron masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρων — mcaner masc/fem nom comp sg χειρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χείρων' — Χείρωνα , Χείρων Cheiron masc acc sg Χείρωνι , Χείρων Cheiron masc dat sg Χείρωνε , Χείρων Cheiron masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

  • χειρῶν — χείρ b. fem gen pl χειρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) χειρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χειρόω pres part act masc nom sg χειρόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chiron — Χείρων·Chiron (usualmente referido como Chiron y pronunciado a la latina: quirón ), es una asociación civil sin ánimo de lucro de profesores de lenguas y cultura clásicas (latín y griego) que han sido pioneros en la incorporación de los recursos… …   Wikipedia Español

  • χείρονα — χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρους — χείρων mcaner masc/fem nom/acc comp pl χείρων mcaner masc/fem acc pl χείρων mcaner masc/fem acc comp pl χείρων mcaner masc/fem nom comp pl χειρόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χεῖρον — χείρων mcaner masc/fem voc comp sg χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp sg χείρων mcaner neut acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρω — χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”